ΑΠΟΨΕΙΣ

H αθέατη πλευρά της κρίσης

H αθέατη πλευρά της κρίσης

H αθέατη πλευρά της κρίσης στην Ευρωζώνη: Υπάρχει και συντηρείται πανευρωπαϊκά ένας μεγάλος μύθος: ότι στην ευρωζώνη, σχεδόν όλα τα κράτη γίνονται τροφή στα «λαίμαργα» σχέδια της ανταγωνιστικής Γερμανίας και ότι οι «σπάταλες» χώρες της «περιφέρειας» αντιστάθμισαν τη χαμηλή καταναλωτική ζήτηση των Γερμανών. Καιρός είναι οι ασυμμετρίες αυτές να ερμηνευτούν ορθολογικά.

Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ενώ η αύξηση των γερμανικών εξαγωγών την περίοδο από το 1999 μέχρι το 2009 ήταν ραγδαία (της τάξης του 89%), η συνεισφορά στην αύξηση αυτή των χωρών της «περιφέρειας» (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία και Ισπανία) ήταν μόνο 6,8%. Δηλαδή οι τέσσερις αυτές χώρες απορροφούσαν μόνο το 6,4% των γερμανικών εξαγωγών! (βλ. έκθεση Deutsche Bank (2010-d)).

Τα τελευταία 20 χρόνια η Γερμανία έχει στρατηγικά «προσανατολίσει» τις εξαγωγές της σε αγορές πέραν της ευρωζώνης, οπότε και αποτελεί το “κόκκινο πανί” της διότι εξάγει όλο και περισσότερο ενώ συμμετέχει όλο και λιγότερο στην ενδοκοινοτική κατανάλωση. Έτσι, καθώς διαπλέκεται περισσότερο εμπορικά με τον υπόλοιπο κόσμο, έχει ανάγκη το ευρώ κυρίως διότι μέσα από αυτό επιτυγχάνει ανταγωνιστικά κέρδη έναντι άλλων νομισμάτων (κυρίως βέβαια αναδιαρθρώνοντας την εργασία της.). Το ίδιο ακριβώς σχέδιο προσπαθεί να υιοθετήσει για το σύνολο της ευρωζώνης: της σχεδόν βίαιης αναπροσαρμογής της εργασίας και άρα αναδιοργάνωσης της ανταγωνιστικότητας.

Όμως από τα πρόσφατα δεδομένα της Eurostat, βλέπουμε στην περίπτωση της Ελλάδας ένα μέγεθος που σκόπιμα αγνοούν πολλοί οικονομολόγοι: τη μονάδα μέτρησης της ανταγωνιστικότητας, την πραγματική αποτελεσματική συναλλαγματική ισοτιμία με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ULC-based real effective exchange rate REER-ULC).

Υπολογισμένη για τις 36 χώρες που συναπαρτίζουν το δείγμα της Eurostat, υποχώρησε για την Ελλάδα κατά 0,6% το 2006 για να αυξηθεί κατά 1,3% το 2007, 1,5% το 2008 και 3,9% το 2009. Στο σύνολο της ευρωζώνης των 16 χώρων η ίδια μεταβλητή υποχώρησε κατά 0,4% το 2006 και στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 1,6%, 3,4% και 4,7%.(βλ. μελέτη Alpha Bank, 2010). Αυτό σημαίνει -όσο και αν φαίνεται εξωπραγματικό- ότι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια βελτιώθηκε σε σχέση με το σύνολο των ευρωζώνης!

Επιδεινώθηκε όμως τόσο σε σχέση με τη Γερμανία όσο και σε σχέση με εξαγωγικές χώρες, τα εθνικά νομίσματα των οποίων υποτιμήθηκαν σε σχέση με το ευρώ. Η αλήθεια λοιπόν είναι ότι το πρόβλημα των ανισορροπιών της ευρωζώνης έχει σαν αιτία του την οργάνωση της ανταγωνιστικότητας – με τις χώρες της «περιφέρειας» υποτίθεται να εκμεταλλεύονται από τις ανταγωνιστικές χώρες του «κέντρου» και η ευρωζώνη να φαίνεται να έχει μετατραπεί σε μία επικράτεια εκμετάλλευσης των χωρών της «περιφέρειας» από την εργατική «ατμομηχανή» του «κέντρου».

Και όμως, πάλι οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους: από το 1996-2008 η Ελλάδα σημείωσε υψηλή πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 61,0%, η Ισπανία κατά 56,0% και η Ιρλανδία κατά 124,1% σε αντίθεση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για τη Γερμανία ήταν 19,5%, για την Ιταλία 17,8% και για τη Γαλλία 30,8%!

Δεν προσπαθούμε να αρνηθούμε το σωστό ζητούμενο: ότι πρέπει εμείς οι Νότιοι να δουλεύουμε περισσότερο, να παράγουμε και να γίνουμε ανταγωνιστικοί σε σχέση με τους Βόρειους και ειδικά τους Γερμανούς. Αλλά ας δούμε μια μεγάλη αλήθεια: το «κόστος» συμμετοχής στο ευρώ για τις δικές μας οικονομίες, αντισταθμίστηκε σε κάποιον βαθμό τόσο από τη διόγκωση της εγχώριας τραπεζικής μόχλευσης (εξαιτίας κυρίως της συμμετοχής στα χαμηλά επιτόκια της ΕΚΤ) όσο και από την εισροή κεφαλαίων.

Τι σηματοδότησε αυτό πρακτικά; Ότι σχεδόν το 20-25% του συνολικού δανεισμού της ελληνικής, της ισπανικής και της πορτογαλικής οικονομίας από ξένες τράπεζες προέρχεται μόνο από τις τράπεζες της Γερμανίας και ανέρχονται σχεδόν στο 20% του ΑΕΠ των χωρών αυτών. (βλ. http://www.bis.org/ statistics/bankstats.htm). Αποτέλεσμα; το συνολικό χρέος του ιδιωτικού τομέα στην Πορτογαλία έφτασε το 2008 στο 239% του ΑΕΠ(!) δηλαδή 29 μονάδες περισσότερο από ό,τι στη γειτονική Ισπανία και 116 μονάδες από την Ελλάδα (τα αντίστοιχα επίπεδα για Γαλλία και Γερμανία είναι 130% και 140%).

Ας μη γελιόμαστε: βασική αιτία της εκτόξευσης του χρέους για τις χώρες της «περιφέρειας» ήταν η συμμετοχή τους στο νόμισμα του ευρώ και τα εξαιρετικά χαμηλά πραγματικά επιτόκια που προέκυψαν (σε συνδυασμό με τα πλεονάσματα στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές). Ένα διογκωμένο και αλληλοσυνδεδεμένο τραπεζικό σύστημα, με ευνοημένους τους τραπεζικούς παίχτες της Γερμανίας και της Γαλλίας, το οποίο αποτελεί βασική παράμετρο στους επιμέρους πολιτικούς σχεδιασμούς των κρατών τους, οδηγεί σε μη ομοιόμορφες κατανομές ενδο-κοινοτικού δανεισμού που αφορούν και το κρατικό χρέος.

Εδώ όμως βρίσκεται το σημείο-κλειδί: για τη διαχείριση του ύψος του δημόσιου χρέους ή των ελλειμμάτων, επόπτης είναι το μεγάλο μάτι των αγορών, ο τρόπος «παρακολούθησής» του από τις χρηματαγορές (εναλλακτικά, το πλαίσιο τιμολόγησης του «κινδύνου»). Η τραπεζική αγορά στην ευρωζώνη απέτυχε να προσαρμοστεί μετά την κρίση στις ΗΠΑ από την κατάρρευση της Lehman, στη φάση της ανα-τιμολόγησης του κινδύνου, δηλαδή σε ένα νέο καθεστώς τιμολόγησης των χρηματοπιστωτικών τίτλων.

Η πολιτική ηγεσία της ευρωζώνης, άφησε τις οικονομίες χωρίς μεσοπρόθεσμο ηγεμονικό σχέδιο σε παγκόσμιο επίπεδο και η στρατηγική του ευρώ βρέθηκε εκτεθειμένη στην κατάρρευση των διεθνών χρηματαγορών. Αυτός ακριβώς ο συνδυασμός έκανε τις αρχικές φοβίες των σχεδιαστών του ευρώ σχεδόν να βγουν σε κάποιον βαθμό αληθινές. Και όταν οι επενδυτές ομολόγων αναπροσάρμοσαν απότομα τις εκτιμήσεις τους αναφορικά με τα κρατικά χρέη (ανατιμολογώντας τις τιμές των ομολόγων σε ένα διεθνές περιβάλλον χρηματοπιστωτικής στενότητας) οι υπερχρεωμένες οικονομίες απέκτησαν ένα πρόβλημα το οποίο δεν φαινόταν σημαντικό στο πρόσφατο παρελθόν (η περίπτωση της Ελλάδας είναι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα).

Στην πρώτη δεκαετία του ευρώ, με τις ανισορροπίες στα ισοζύγια των τρεχουσών συναλλαγών, ορισμένες χώρες εμφάνισαν πλεονάσματα ενώ άλλες παρουσίασαν ελλείμματα. Η αιτία όμως ανάμεσα σε αυτά τα δύο εμπειρικά «ευρήματα» μπορεί να μην είναι εκείνη που συχνά υποστηρίζεται με πρόχειρο τρόπο στις σχετικές συζητήσεις. Μπορεί, δηλαδή, το έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές να μην είναι απλά το άμεσο αποτέλεσμα ενός ανάλογου «ελλείμματος» στην ανταγωνιστικότητα.

Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό να είναι και τα δύο αποτελέσματα μιας άλλης βαθύτερης διπλής αιτίας: τόσο των σημαντικών διαφορών στα επίπεδα οικονομικής μεγέθυνσης σε κάθε χώρα, όσο και του συγκεκριμένου τρόπου «συμβίωσης» στο εσωτερικό του ευρώ. Και όπως μας δείχνουν οι ροές πιστωτικών κεφαλαίων, για να κατανοήσουμε το πρόβλημα του ευρώ θα πρέπει να δούμε τις ανισορροπίες στο εσωτερικό της Ε.Ε κυρίως ως επίμονες ανισορροπίες στα ισοζύγια των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών.

Καθώς λοιπόν οι οικονομίες της «περιφέρειας», κυρίως η δική μας, βυθίζονται στην ύφεση και αναγκάζονται να λαμβάνουν συνέχεια μέτρα λιτότητας υπο τη δαμόκλειο σπάθη των Μνημονίων δανεισμού και του ΔΝΤ, φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο ο φόβος του οικονομολόγου Fisher, από το 1933. Σύμφωνα με τον τελευταίο, όταν μία οικονομία βυθίζεται στην ύφεση χωρίς να υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής αντικυκλικής πολιτικής από το κράτος, τότε μπορεί η μείωση του χρέους (απο-μόχλευση) να μην είναι τόσο σημαντική όσο η μείωση των εισοδημάτων ιδιωτών και κράτους, (δυσκολεύοντας ακόμη περισσότερο την αποπληρωμή του).

Το γεγονός αυτό θα οξύνει την ύφεση αντί να τη «θεραπεύσει», μεταφέροντας ακόμα περισσότερες πιέσεις στο τραπεζικό σύστημα, που δεν θα μπορεί να ξαναπιστώσει τις οικονομίες.

Η βασική αντίφαση της ευρωζώνης είναι ότι παρότι έχει σε σημαντικό βαθμό διαμορφωθεί μία κοινή τραπεζική αγορά, τα κρατικά χρέη παραμένουν εθνικά. Με αυτές τις συνθήκες οι ανίσχυρες παραγωγικά χώρες, όπως η Ελλάδα, θα παλεύουν με το φάντασμα της χρεοκοπίας για πολύ καιρό. Ακόμα και στο εσωτερικό των μηχανισμών «στήριξης» είναι αδύνατο να μετατραπούν τα σημαντικά πρωτογενή ελλείμματα σε βιώσιμα πλεονάσματα και όλα αυτά εν μέσω ραγδαίας ύφεσης.

Ηλίας Καραβόλιας: οικονομολόγος