Ασυμμετρίες
Τι απέγιναν τα ομοσπονδιακά σύμφωνα;
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση οικοδομήθηκε πάνω σε δομή και καθεστώς που εξασφάλιζαν, ιδίως μεταξύ μικρών και μεγάλων χωρών, μιαν αρχική ισορροπία πολιτικής και οικονομικής επιβίωσης. Οι χώρες εξασφάλιζαν ισηγορία και αρχές παραγωγής πλούτου που θα τις έφεραν σε μια βιώσιμη αφετηρία για να αναπτυχθούν περαιτέρω. Αν και όλα αφήνονταν στο αγωνιστικό πεδίο της αγοράς, η κοινή αφετηρία όφειλε να εξασφαλίζει θεμιτή προσδοκία και πραγματική δυνατότητα επιδίωξης ανάπτυξης, σε κάθε εταίρο με προσαρμογή στις ιδιαιτερότητές του και υπό όρους πραγματικής ελευθερίας να την επιτύχει.
Στη βάση ενός πολιτικο-οικονομικού φιλελευθερισμού με ευρωπαϊκή σφραγίδα (Ordoliberalismus), όλες οι κοινωνίες αλλά και όλοι οι κοινωνοί όφειλαν να διαπνέονται από το πνεύμα της επιχείρησης, να κατανέμουν δηλαδή τους πόρους που διαθέτουν, δημόσιους ή ιδιωτικούς, κατά τον πιο αποδοτικό τρόπο.
Η αποτυχία σε αυτήν τη γενικευμένη επιχειρηματικότητα στο θεμέλιο της ενοποίησης δεν προβλέπεται ούτε θεραπεύεται εύκολα. Η περισυλλογή του ιδιώτη ή του κράτους που αποτυγχάνει διενεργείται μέχρι σήμερα, υπό όρους ίδιας ευθύνης, εντός κενού και πράγματι εκτός κοινού θεσμού.
Το κράτος χρεοκοπεί σε θεσμική απομόνωση όπως και ο ιδιώτης εγκαταλείπεται εντέλει στην πρόνοια. Η πολιτική έμφαση μάλιστα μετατέθηκε σταδιακά από τη μείωση του ανοίγματος των εισοδημάτων στις στοχευμένες εκστρατείες καταπολέμησης της ακραίας φτώχειας. Η Ελλάδα βιώνει σήμερα αυτήν την εξέλιξη ως ένας όψιμος εταίρος χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον που του επιφυλασσόταν.
Για να αποφευχθεί η αποτυχία τέθηκαν, στην αφετηρία, κοινοί όροι παραγωγής πλούτου, κατά το δυνατόν σύμμετροι για κάθε εθνική κοινωνία. Γνωστές ως «ομοσπονδιακά σύμφωνα» (pactes fédéraux) τέτοιες θεμέλιες συμφωνίες σφραγίστηκαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά ποτέ δεν εγγράφηκαν στα κείμενα των συνθηκών. Παρέμειναν πολιτικές μεταξύ των ιδρυτών, ενώ δέσμευαν όσους θα προσχωρούσαν στη συνέχεια. Τέτοια ομοσπονδιακά σύμφωνα συνάφθηκαν πράγματι μεταξύ των έξι ιδρυτών και πάνω στις ανάγκες τους. Ελάχιστα όμως επικαιροποιήθηκαν έκτοτε κατά τις προσχωρήσεις των νέων κρατών-μελών.
Το πιο σημαντικό από αυτά ήταν η ισορροπία μεταξύ εθνικού εισοδήματος από τη γεωργική παραγωγή, που ενδιέφερε τη Γαλλία, και εισοδήματος από τη βιομηχανική παραγωγή που ενδιέφερε τη Γερμανία, με τις υπόλοιπες χώρες να στεγάζονται υπό τη συμφωνία αυτή: Μηχανισμοί στήριξης τιμών στο γεωργικό εισόδημα αντιστάθμιζαν οφέλη από την ελεύθερη κυκλοφορία των βιομηχανικών προϊόντων.
Η πρόνοια για τις μικρές χώρες περιορίστηκε στην ενίσχυση των δομών τους προς αντιμετώπιση του ανταγωνισμού και της οικονομικής συγκυρίας, αποτέλεσε δε το αντάλλαγμα της σιωπής τους. Από την άλλη πλευρά, συμφωνήθηκε ότι η Ενωση δεν υποσχόταν στα νέα κράτη-μέλη ότι θα αποκόμιζαν, με βάση ένα οικονομικό ισοζύγιο, οφέλη περισσότερα απ’ όσα τα ίδια θα συνεισέφεραν στην κοινή υπόθεση, απόρριψη της «δίκαιης ανταπόδοσης».
Αναλάμβαναν πράγματι την ευθύνη του ανταγωνισμού απέναντι στους παλαιούς εταίρους. Η εταιρική υπόθεση έθετε έτσι όρια στις εγγυήσεις άντλησης πλούτου από τη συμμετοχή στην ενιαία αγορά με το διακύβευμα ανοικτό στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών, μέσα από τις επιχειρήσεις τους και τα οικονομικά τους επιτελεία. Ποτέ όμως δεν αντιμετωπίστηκε η υπόθεση μιας οριστικής έκβασης του παιχνιδιού, όπου ένας παίκτης θα έχανε δραματικά.
Ανταγωνιστής δεν σημαίνει εχθρός αλλά αντίπαλος που διατηρείται ζωντανός έστω και υπό εξάρτηση. Η σιωπή για τον παίκτη που θα «τιναζόταν στον αέρα» ισοδυναμούσε με μιαν ιδιότυπη «έξοδο» από το κοινό σύστημα, πράγματι δε, με την επώδυνη διαδικασία επαναφοράς σε μια προ-ενοποιητική κατάσταση και υπό όρους που θα θύμιζαν μάλλον «ευρωπαϊκή συνεννόηση» του 19ου αιώνα, διαπραγμάτευση υπό το ανηλεές προσωπείο της κυριαρχίας εταίρων και τρίτων. Παράλληλα, η διατήρηση της κοινής δομής και των κανόνων του παιχνιδιού σε ό,τι θα αφορούσε την ενιαία αγορά θα συνέχιζε να βαρύνει τον χαμένο εταίρο εν αναμονή της ανασύνταξής του.
Στις αλλεπάλληλες προσχωρήσεις νέων κρατών στην Ενωση που επακολούθησαν της ίδρυσης (1973-2013), τα «ομοσπονδιακά σύμφωνα» συγκαλύφθηκαν υπό την αρχή ότι το κράτος που προσχωρεί αποδέχεται αναντίρρητα το κεκτημένο της Ενωσης, χωρίς άλλη προσαρμογή πέρα από χρονικές διευκολύνσεις στην εφαρμογή του, επομένως με την ευθύνη να συνεχίσει το ταξίδι με τους νέους εταίρους υπό τις δικές του δυνάμεις.
Για την κάλυψη των ανισοτήτων δημιουργήθηκε μια γιγαντιαία χρηματοδοτική υποδομή μέσω Ταμείων που ανέλαβαν να αποκαταστήσουν τον ανταγωνισμό στην αφετηρία του μεν αλλά πάνω σε πρότυπα που χαράσσονταν κεντρικά, ερήμην των δικαιούχων που αναλάμβαναν, που έφεραν όμως το βάρος της συμμόρφωσης. Το φάσμα μιας χρεοκοπίας χωρίς συνδρομή όσο και η αδυναμία αξιοποίησης της αναπτυξιακής βοήθειας ενείχαν πράγματι στοιχεία μιας πειθαρχίας που πειθαναγκάζει όσο και νουθετεί.
Τα ομοσπονδιακά σύμφωνα παρέμεναν έτσι προνόμιο των ιδρυτών, ενώ ήταν πράγματι αναγκαία για την επιβίωση του ίδιου του κοινού συστήματος. Αυτό φάνηκε με το κρίσιμο γεγονός της εισαγωγής ενός κοινού νομίσματος υπό τη μεγάλη σπουδή που το διέκρινε.
Οι ασυμμετρίες μεταξύ αρχικών και μεταγενέστερων εταίρων, μεταξύ μεγάλων και μικρών εταίρων, εντάθηκαν μέσα στη γενική απροθυμία να μην ανοίξει η συζήτηση για να μη διασαλευθεί το οικοδόμημα.
Σε μια κρίσιμη όμως καμπή όπως η παρούσα, η ανάγκη αυτή προβάλλει ακέραια. Οσο και αν οι μικρές χώρες βίωσαν στιγμές ευημερίας, η διατήρηση ανισοσκελών θεσμικών χώρων, όπως ιδίως μεταξύ ενιαίας αγοράς και χρηματοοικονομικής οργάνωσης, συντηρούσαν όρους κατανομής πλούτου που παρέμεναν αρκετά προσοδοφόροι για όλους ώστε να γίνονται ανεκτές οι υπερβολές.
Το άνοιγμα της εθνικής αγοράς σε βιομηχανικά προϊόντα από γεωργικές χώρες υπό καθεστώς προϊούσης αποβιομηχάνισης όσο και συρρίκνωσης της γεωργικής απασχόλησης (σχέδιο Μάνσχολτ), ευνόησε τις μεγάλες χώρες χωρίς πραγματικό αντίκρισμα για τις μικρές, που περιορίστηκαν στον τριτογενή τομέα, στην Ελλάδα, στον ευαίσθητο όσο και απαιτητικό τομέα του τουρισμού.
Η Ελλάδα έχασε πράγματι ευκαιρίες, αλλά και έδωσε ευκαιρίες στους εταίρους, ήδη με το άνοιγμα των συνόρων της. Δικαιούται την ώρα της κρίσης να ανασύρει το ζήτημα των «ομοσπονδιακών συμφώνων» που δεν προσαρμόστηκαν ποτέ γι’ αυτήν, μαζί με άλλους που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση.
Το «κιβώτιο επιβίωσης» στον διασυνοριακό κόσμο της Ενωσης περιλαμβάνει όχι μόνον την καθημερινή ανάλωση στο πεδίο της αγοράς αλλά και την αδιάλειπτη πολιτική διαπραγμάτευση για την αποκατάσταση σύμμετρων όρων παραγωγής πλούτου και με γλώσσα οικεία στον θεσμό όσο και τους συνομιλητές. Ο κίνδυνος να απολέσει ο κοινός θεσμός νομιμοποίηση είναι εξίσου μεγάλος, όσο και ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί ένας μικρός εταίρος σε μια θεσμική εξάρτηση λόγω ανέφικτης οικονομικής ταυτότητας.
@Νίκος Σκανδάμης, καθ. Πανεπιστημίου Αθηνών