Δεκαέξι χρόνια Ευρώ
Δεκαέξι χρόνια Ευρώ: Ενα στοίχημα που έμεινε στη μέση
Από την 1η Ιανουαρίου 1999 που γεννήθηκε το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα έως σήμερα, ο απολογισμός είναι γεμάτος από ερωτηματικά. Οι επιτυχίες και οι αποτυχίες της 16χρονης πορείας του ενιαίου νομίσματος.
Αυτοί που δημιούργησαν το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα σίγουρα θα ήθελαν τα γενέθλιά του να ήταν πιο χαρούμενα. Λείπει το σχετικό κέφι, όμως, παρά το γεγονός ότι από την 1η Ιανουαρίου 2014 στην ευρωζώνη είναι μέλος και η Λιθουανία.
Δεκαέξι χρόνια μετά το λανσάρισμά του, την 1η Ιανουαρίου 1999, το ευρώ βρίσκεται ακόμα στην μέση μιας θύελλας, η οποία λίγο έλλειψε να αποβεί μοιραία. Έτσι, στον αρχικό σκεπτικισμό που προκάλεσε η είσοδός του στην καθημερινή ζωή των πολιτών, ήλθαν να προστεθούν και αρκετές διαρθρωτικές περιπέτειες του ευρώ, το οποίο σήμερα αναζητεί έγκυρες διεξόδους σε μία χρηματοπιστωτική κρίση που δεν λέει να τελειώσει. Γι αυτό, αξίζει τον κόπο να γίνει ένας ψύχραιμος απολογισμός της πορείας του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, το οποίο πρέπει να πούμε ότι διορθώνει τις περισσότερες από τις αρχικές του αδυναμίες. Ίσως γι αυτό, εξάλλου, οι αγορές δείχνουν να το εμπιστεύονται.
Οι επιτυχίες
Μια πρώτη επιτυχία του ευρώ είναι, χωρίς καμιά αμφιβολία, ο πολύ χαμηλός πληθωρισμός και τα εξίσου χαμηλά επιτόκια. Την περίοδο 1999-2014, ο μέσος πληθωρισμός στην ευρωζώνη δεν ξεπέρασε το 1,4%, γεγονός που δείχνει ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανταποκρίθηκε άψογα στην αποστολή της. Τα επιτόκια, από την πλευρά τους, ποτέ δεν ξεπέρασαν το 4,75%, ασχέτως αν κάποιες χώρες, όπως η Ελλάδα για παράδειγμα, δεν αξιοποίησαν παραγωγικά το δώρο αυτό.
Θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι το ευρώ τόνωσε το κύρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην διεθνή σκηνή, με αποτέλεσμα να είναι το δεύτερο παγκόσμιο αποταμιευτικό νόμισμα, το οποίο καλύπτει το 23% των δηλωθέντων για το 2014 συναλλαγματικών αποθεμάτων. «Μπροστά στο δολάριο και το γουάν της Κίνας, το ευρώ είναι το κύριο στοιχείο της ευρωπαϊκής ταυτότητας», αναγνωρίζουν κορυφαίοι Ευρωπαίοι παρατηρητές.
Μία άλλη θετική πλευρά της εισαγωγής του ευρώ είναι η μείωση του κόστους για τις επιχειρήσεις. Όπως τονίζεται σε έκθεση της Ένωσης Ευρωπαίων Εργοδοτών, η ύπαρξη του ευρώ εξαφάνισε το κόστος των συναλλαγματικών κινδύνων, το οποίο αντιπροσώπευε περί τα 24 δισ. ευρώ. Ακόμα, τελευταία μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκτιμά ότι, πέρα από την εξαφάνιση του συναλλαγματικού κινδύνου, η ύπαρξη του ευρώ αύξησε σε ποσοστό πέραν του 50% τις εμπορευματικές συναλλαγές στην ευρωζώνη, με άμεση ωφέλεια την δημιουργία 8,7 εκατομμυρίων νέων θέσεων εργασίας την περίοδο 1999-2010.
Όπως μας υπογράμμισε ο τέως πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου κ. Χέρμαν Βαν Ρομπάϊ, χάρη στο ευρώ η Ένωση αντιμετώπισε πολύ πιο αποτελεσματικά την χρηματοοικονομική κρίση, παράλληλα δε, από το 2008 και μετά, διόρθωσε και αρκετές γενετικές αδυναμίες του ευρωνομίσματος, το οποίο σήμερα είναι παράγοντας σταθερότητος για τις επιχειρήσεις.
«Το ευρώ είναι στοιχείο εμπιστοσύνης και επιτρέπει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις να λαμβάνουν αποφάσεις με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, χωρίς να φοβούνται πληθωριστικές εκρήξεις. Επιτρέπει επίσης στις επιχειρήσεις να εισάγουν και να εξάγουν χωρίς να φοβούνται επικίνδυνες συναλλαγματικές διακυμάνσεις. Με την τραπεζική ένωση, την δημοσιονομική ολοκλήρωση και την οικονομική ένωση, στα χρόνια που έρχονται η Ευρώπη θα είναι μεταξύ των πρωταγωνιστών της παγκοσμιοποίησης», μας είπε ο κ. Βαν Ρομπάϊ.
Οι αποτυχίες
Η σημαντικότερη αποτυχία του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, όπως αναγνωρίζουν οι περισσότεροι πρωταγωνιστές του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι, είναι η μη σύγκλιση των οικονομιών που συμμετέχουν στην ευρωζώνη. Κατά τον Γάλλο οικονομολόγο Ζαν Πισσανύ Φερρύ, «στο επίπεδο της σύγκλισης το ευρώ απέτυχε και η αποτυχία αυτή είναι το σοβαρότερο λάθος που έκαναν οι κυβερνήσεις και οι οικονομολόγοι. Έτσι, αντί το ευρώ να φέρει τις οικονομίες πιο κοντά, τροφοδότησε την αντίθετη πορεία»
Δεν έχει καθόλου άδικο, ο γνωστός οικονομολόγος. Αντί η πτώση των επιτοκίων που προέκυψε από την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος να τονώσει την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα των ασθενέστερων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατευθύνθηκε προς κερδοσκοπικές επενδύσεις και υπέρμετρη κατανάλωση, χωρίς παραγωγικό αντίκρισμα. Έτσι, σε χώρες όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ολλανδία, δημιουργήθηκαν απίθανες φούσκες ακινήτων, ενώ στην Ελλάδα κυριάρχησε μία πρωτοφανής δανειακή ευημερία.
«Επρόκειτο για μία τεχνητή σύγκλιση, η οποία, αντί να προκύπτει από κέρδη σε παραγωγικότητα, στηρίχθηκε στην υπερχρέωση», τονίζει ο Χανς-Βέρνερ Σιν, ο Γερμανός πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (IFO). Εκτιμά δε ότι η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αντιστραφεί, παρά μόνον με γενναίο κούρεμα του χρέους των προβληματικών χωρών, υπό συνθήκες αυστηρής λιτότητας και πιθανώς με έξοδό τους από την ευρωζώνη.
Μιλώντας με δημοσιογράφους στο γραφείο του Ιδρύματός του στις Βρυξέλλες, ο πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Ζακ Ντελόρ τόνισε εκ νέου ότι «η ευρωζώνη παραμένει πάντα περισσότερο νομισματική ένωση, παρά οικονομική. Έχουμε έτσι ομοσπονδιοποίηση της νομισματικής κυκλοφορίας, χωρίς επαρκή κοινή δημοσιονομική πολιτική». Επίσης, ο κ. Ντελόρ επεσήμανε την αποτυχία της Συμφωνίας της Λισαβώνας για μία πιο ανταγωνιστική Ευρώπη και την αποδίδει στις τότε διαφωνίες Γαλλίας και Γερμανίας ως προς τους όρους μιας φορολογικής εναρμόνισης που θα οδηγούσε και στον καλύτερο συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών των χωρών μελών της ευρωζώνης.
«Ο δημοσιονομικός απολογισμός της ευρωζώνης είναι θλιβερός. Οι χώρες μέλη δεν τήρησαν τις συμβατικές τους υποχρεώσεις ως προς το ύψος των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά ούτε και ως προς το ποσοστό χρέους προς το ΑΕΠ. Παράλληλα, η ανοχή που επέδειξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις διάφορες παρεκκλίσεις από την Συνθήκη του Μάαστριχτ στην ουσία υπονόμευσε την ανάπτυξη στην ευρωζώνη, καλλιεργώντας ένα σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας», τονίζει ο Βέλγος οικονομολόγος Μισέλ Μουζολινό.
«Η πλασματική ανάπτυξη με εύκολο δανειακό χρήμα, σήμερα εκδικείται», τονίζει ο καθηγητής Οικονομίας Ντανιέλ Κοέν, επισημαίνοντας ότι «επειδή το ευρώ είχε την εμπιστοσύνη των αγορών, προσέλκυε σημαντικές χρηματοοικονομικές ροές που κατασπαταλήθηκαν σε άγονα κερδοσκοπικά παιχνίδια και σε καταναλωτική φούσκα».
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον τεχνητής ευφορίας, ο χρηματιστηριακός αναλυτής Τζωρτζ Λίον αναγνωρίζει ότι οι αγορές έκαναν το σοβαρό λάθος να θεωρήσουν ότι η ευρωζώνη ήταν ένα «όλον» και άρχισαν να δανείζουν οικονομίες όπως η ελληνική με τα ίδια επιτόκια που δάνειζαν την Γερμανία. Στέλεχος στην Νομούρα Ευρώπης, ο Τζωρτζ Λίον θεωρεί ότι αυτή η τακτική των αγορών επέτρεψε στις τράπεζες να επιδοθούν σε άκριτους δανεισμούς για αγορές ακινήτων και σε εξίσου άκριτες αγορές κρατικών ομολόγων.
Στην συνέχεια, όμως, η θεραπεία για τον εθισμό στις πρακτικές αυτές απεδείχθη ότι είχε υπέρογκο κόστος. Από το 2008, πάνω από 1.600 δισ. ευρώ δημοσίου χρήματος έχουν «φαγωθεί» από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, οι οποίες, από πλευράς εθνικής οικονομίας, τροφοδότησαν αρκετά παρατράγουδα. «Υπό παρόμοιες συνθήκες, η τραπεζική ένωση στην Ευρώπη είναι πλέον εκ των ων ουκ άνευ και αποτελεί σήμερα το μόνο μέσο που μπορεί να δώσει αισιοδοξία στις αγορές, αφ’ ενός, και στο μέλλον της ευρωζώνης, αφ’ ετέρου», τονίζει ο Τζωρτζ Λίον.
«Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι μεσοβέζικες λύσεις δεν βοηθούν πλέον την παραπέρα πορεία του ευρωνομίσματος. Από έλλειψη προβλέψεων, από ελαφρότητα και από σοβαρές αμέλειες, το ευρώ φαντάζει σήμερα στα μάτια των Ευρωπαίων σαν μία αποτυχία, χωρίς να φέρει καμία απολύτως ευθύνη γι αυτό. Το ευρώ, που στο ξεκίνημά του ήταν ένα πολιτικό σχέδιο, παρέμεινε ημιτελές με τεράστια ευθύνη των εθνικών κρατών, που τελικά αποδεικνύονται ανάξια του σχεδίου.
Παραβίασαν συστηματικά τους κανόνες πειθαρχίας του Συμφώνου Σταθερότητος, δημιούργησαν φούσκες δημοσίου χρέους, άφησαν τις τράπεζες να δανείζουν χωρίς φειδώ και εξέθρεψαν την ευημερία της φούσκας, η οποία σήμερα απειλεί να εκθεμελιώσει 60 και πλέον χρόνια ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» τονίζει ο καθηγητής Ντανιέλ Κοέν, ευχόμενος να προχωρήσει πλέον και η πολιτικο-οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης.
Την ίδια ευχή δεν μπορεί παρά να κάνει και κάθε Ευρωπαίος δημοκράτης βλέποντας μπροστά του έναν κόσμο που αλλάζει σε βάθος και σε συσχετισμούς δυνάμεων. Έναν κόσμο στον οποίο κυριαρχεί η ταχύτητα των μετασχηματισμών, η οποία μεταβάλλει άρδην και τα επίπεδα ηγεσίας.
Σε αυτόν τον κόσμο, η Ελλάδα δυστυχώς περί άλλα δείχνει να τυρβάζει.
@Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος 2/1/2015