MONEY IS MONEY

Tο μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη

Tο μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη

Την περασμένη Παρασκευή το Reuters δημοσίευσε δημοσκόπηση μεταξύ οικονομολόγων σχετικά με το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη στην οποία σχεδόν 3 στους 4 (45 στους 64) πιστεύουν ότι η Ελλάδα θα είναι ακόμα στο ευρώ σε 12 μήνες. Αντίστοιχες δημοσκοπήσεις στο πρόσφατο παρελθόν – όπως π.χ. τον περασμένο Μάιο – ήταν σημαντικά πιο αμφίρροπες.

Οι αναλυτές, στα σχόλιά τους, έδειξαν να συντείνουν στην άποψη ότι, δεδομένου του γεγονότος ότι η συνεχής ροή καταστροφικών οικονομικών νέων από τη χώρα μας δεν έχει καταφέρει ακόμα να διαρρήξει τα πολιτικά δεσμά που κρατούν την Ευρωζώνη ενωμένη, κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. «Η Ελλάδα θα έπρεπε πραγματικά να μην είναι μέλος της Ευρωζώνης σε αυτή τη φάση. Το γεγονός ότι είναι οφείλεται σε πολιτικούς και όχι σε οικονομικούς παράγοντες» δήλωσε στο Reuters η Λένα Κομίλεβα της ανεξάρτητης εταιρείας έρευνας και συμβουλευτικών υπηρεσιών G+ Economics.

Προκύπτει – για πολλοστή φορά – το ερώτημα: είναι κακό αυτό; Θα ήταν προς το συμφέρον της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να υποκλιθούν στα αμείλικτα οικονομικά του ελληνικού κραχ και να πάρουν διαζύγιο; Πρέπει η πολιτική πάντα να υποχωρεί μπροστά στις επιταγές της οικονομίας;

Στη συζήτηση για το τι πήγε στραβά με το ευρώ υπάρχουν δύο σχολές σκέψεις σχετικά με τη ταραχώδη αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας. Σύμφωνα με την πρώτη, την οποία εξέφραζαν από καταβολής του εγχειρήματος κορυφαίοι Αμερικανοί οικονομολόγοι (Μίλτον Φρίντμαν, Μάρτιν Φέλντσταϊν και άλλοι), ο σχεδιασμός του κοινού νομίσματος, και ειδικότερα η συμπερίληψη στις τάξεις του χωρών με δραστικά διαφορετικά επίπεδα ανταγωνιστικότητας, αγνοούσε την οικονομική λογική, υποτάσσοντάς την στις πολιτικές επιταγές της περαιτέρω ενοποίησης της Ευρώπης.

Η κρίση που ξέσπασε το 2009, σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, αποτελεί τη εκδίκηση της οικονομίας κατά της αλαζονείας της πολιτικής. Συνεπάγεται ότι κάθε περαιτέρω προσπάθεια της πολιτικής να επιβληθεί στην οικονομική λογική, π.χ. διατηρώντας την Ελλάδα στην Ευρωζώνη όταν πασιφανώς δεν τηρεί τις απαραίτητες οικονομικές προϋποθέσεις, είναι μία ολέθρια συνταγή, που είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Η άλλη ερμηνεία, την οποία απαντά κανείς πιο συχνά μεταξύ αριστερόστροφων αναλυτών, παρότι δεν αρνείται τα λάθη στο σχεδιασμό του ευρώ, εντοπίζει την αποτυχία αντιμετώπισης της ευρω-κρίσης στην υπερβολική ενδοτικότητα της πολιτικής έναντι στην οικονομία. Διαβάζουμε συχνά ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες, αντί να ορθώσουν το ανάστημά τους έναντι των αγορών, κάνουν ό,τι μπορούν για να τις εξευμενίσουν και έτσι αυτές εδραιώνουν όλο και περισσότερο την κυριαρχία τους επί της πολιτικής.

Για τους θιασώτες αυτής της προσέγγισης, η ανεξαρτησία των τεχνοκρατών της ΕΚΤ από την πολιτική, που τους επιτρέπει να αντιστέκονται σε πιέσεις για αγορές κρατικών ομολόγων άνευ ορίου, είναι χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ευρωπαϊκής νόσου• το ίδιο είναι και η επιμονή των πολιτικών του ευρωπαϊκού Βορρά σε προγράμματα ασφυκτικής λιτότητας, ώστε – όπως ελπίζουν – να δείξουν ξανά οι επενδυτές εμπιστοσύνη στις χώρες τις Ευρωζώνης. Για την περίπτωση της Ελλάδας, μία έξωση από το ευρώ – σύμφωνα με τη λογική αυτή – θα ήταν η επιτομή της υποταγής της πολιτικής στην οικονομία, με ανυπολόγιστες συνέπειες.

Στην Ελλάδα προτιμούμε τη δεύτερη ερμηνεία, για προφανείς λόγους και θεωρούμε τους πρεσβευτές της πρώτης ψυχρούς και άκαρδους στην καλύτερη περίπτωση και όργανα της διεθνούς (αμερικανο-εβραϊκής, σαν τους κ.κ. Φρίντμαν και Φέλντσταϊν) συνομωσίας κατά της Ευρώπης γενικότερα και της Ελλάδας ειδικότερα. Η πραγματικότητα είναι κάπως πιο σύνθετη. Κατ’ αρχάς, αν οδηγηθούμε στο απευκταίο σενάριο της εξόδου από την Ευρωζώνη, αυτό δεν θα έχει γίνει λόγω υποταγής της πολιτικής στις επιταγές των αγορών.

Πάλι η πολιτική θα έχει τον πρώτο λόγο – η πολιτική των περιορισμένων υποχρεώσεων, βασισμένη στον αντι-ευρωπαϊκό λαϊκισμό του κ. Ρέσλερ, του κ. Βίλντερς στην Ολλανδία και των Αληθινών Φινλανδών, αντί αυτής της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, βασισμένης σε πιο στέρεα δημοσιονομικά θεμέλια.

Ένα δεύτερο στοιχείο που περιπλέκει την εικόνα, και το οποίο επίσης επιλέγουμε συχνά να ξεχνάμε, είναι ότι η πρωτοκαθεδρία της πολιτικής επί των αγορών είναι δυνατή μόνο αν βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις για την οικονομία και την εξέλιξή της και όχι σε ευχολόγια. Αυτό ισχύει για τους Γερμανούς και τις εμμονές τους στην πανευρωπαϊκή λιτότητα και τη νομισματικη ορθοδοξία. Ισχύει όμως και για την Ελλάδα: όσο πρόθυμη κι αν είναι η κ. Μέρκελ να μας σώσει (και δεν είναι πολύ), αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε με τις λογικές του παρελθόντος, της φοροδιαφυγής, της λαμογιάς και της ήσσονος προσπάθειας, θα πάμε κατευθείαν στον πάτο.

Γιάννης Παλαιολόγος