Το κούρεμα των καταθέσεων
Το κούρεμα των καταθέσεων και η αναγκαιότητα ή μη αυτού. Παρακάτω ας εξετάσουμε κατά πόσον είναι αναγκαίο και σκόπιμο το κούρεμα των καταθέσεων σε περίπτωση ανάγκης διάσωσης προβληματικής τράπεζας.
Ζήτησε εδώ και τώρα κούρεμα στις καταθέσεις: Ο διοικητής της Bundesbank Γιενς Βάιντμαν υποστηρίζοντας της θέση της γερμανικής κυβερνήσεως ζήτησε την ταχύτερη εφαρμογή των κανόνων για την επιβολή ζημιών στους ομολογιούχους και τους καταθέτες προβληματικών τραπεζών, το λεγόμενο Bail in.
Πρέπει να σπάσει αμαρτωλή σχέση κρατών και τραπεζών. Σε περίπτωση τραπεζικών διασώσεων, πρέπει να αναλαμβάνει την ευθύνη ο ομολογιούχος και ο καταθέτης.
Το bail in πρέπει να τεθεί σε ισχύ μόλις αναλάβει καθήκοντα ο νέος μηχανισμός εκκαθάρισης τραπεζών, ο οποίος αναμένεται να λειτουργήσει το 2015.
Η εφαρμογή των κανονισμών για το bail in έχουν προγραμματιστεί για το 2018, ωστόσο τόσο η Γερμανία, όσο και η ΕΚΤ, έχουν ζητήσει την εφαρμογή τους τρία χρόνια νωρίτερα, το 2015.
Επίσης τάχθηκε υπέρ της χρεοκοπίας των τραπεζών, η οποία όμως θα πρέπει να γίνεται χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και χωρίς τη χρήση δημοσίου χρήματος.
Ο Βάιντμαν τόνισε πως το μοντέλο διαχείρισης των πιστωτικών κινδύνων, θα βάζει τέλος στην αρρωστημένη σχέση κρατών και τραπεζών. Πρέπει να σπάσει ομφάλιος λώρος κυβερνήσεων και τραπεζών, ο οποίος εγκυμονεί κινδύνους για τη σταθερότητα του οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Και φέρνει σαν παράδειγμα την Ιρλανδία, η οποία όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τραπεζική κρίση διέσωσε το τραπεζικό της σύστημα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί η αναλογία χρέους/ΑΕΠ κατά 30 ποσοστιαίες μονάδες.
Η αδύναμη θέση των κυβερνήσεων, μπορεί να αποσταθεροποιήσει τις τράπεζες, είτε απευθείας μέσω της έκθεσής τους σε κρατικά ομόλογα, είτε εμμέσως μέσω της επιδείνωσης των μακροοικονομικών συνθηκών, τόνισε ο Βάιντμαν, υπογραμμίζοντας ότι αυτό συνέβη στην Ελλάδα. Όσον αφορά τις επιπτώσεις από τις τράπεζες στα κράτη, θα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι οι φορολογούμενοι δεν θα πληρώσουν τον λογαριασμό, όταν οι τράπεζες αντιμετωπίσουν πρόβλημα.
Η ισχυροποίηση των κεφαλαιακών κανόνων της Βασιλείας ΙΙΙ, αποτελεί ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς αυξάνονται τα ρυθμιστικά κεφάλαια και ως εκ τούτου και η ικανότητα των τραπεζών να απορροφούν ζημίες.
Η τραπεζική ένωση, συμπεριλαμβανομένου του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας, αποτελεί άλλο ένα βήμα. Η αυστηρή εποπτεία διασφαλίζει ότι οι σκληροί κανόνες θα εφαρμοστούν ισομερώς από τις τράπεζες. Ένα ενοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί ότι τα μέτρα της νομισματικής πολιτικής διαχέονται ομοιόμορφα στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Ένας ανεξάρτητος ισχυρός υπερεθνικός επόπτης του τραπεζικού συστήματος θα βοηθήσει τη νομισματική ένωση να λειτουργήσει πιο ομαλά και θα συντελέσει στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στον τραπεζικό τομέα.
Ο ενιαίος μηχανισμός εκκαθάρισης ο οποίος ευρίσκεται υπό συζήτηση, είναι απαραίτητος, προκειμένου να εδραιωθεί το bail in τονίζει ο Βάιντμαν. Μόνο τότε το πιστωτικό κόστος θα αντανακλά τον πιστωτικό κίνδυνο. Μόνο τότε οι μέτοχοι και οι ομολογιούχοι θα ευρίσκονται στην πρώτη γραμμή ώστε να επωμιστούν τις ζημίες των τραπεζών και όχι οι φορολογούμενοι.
Ο τερματισμός της προνομιακής μεταχείρισης του δημόσιου χρέους, θα μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο μιας οικονομικής κρίσης σε περίπτωση χρεοκοπίας. Ως εκ τούτου θα βοηθήσει σημαντικά προς την αποκατάσταση της αρχής της ατομικής ευθύνης σε φορολογικά θέματα.
Ας εξετάσουμε όμως εδώ την ορθότητα αυτού του επιχειρήματος: Σε μια ελεύθερη οικονομία το σωστό είναι να γνωρίζουν οι άνθρωποι και γενικά οι επενδυτές τους κινδύνους που εγκυμονεί μια επένδυση. Επίσης θα πρέπει και οι καταθέτες να γνωρίζουν εκ των προτέρων το αν η κατάθεσή τους σε μια τράπεζα έχει κάποιο κίνδυνο.
Μία τράπεζα έχει ως αντικείμενο να μαζεύει καταθέσεις και να δίνει δάνεια. Τα λεφτά των καταθετών τα δανείζει και παίρνει τόκο για το ρίσκο που αναλαμβάνει. Στους καταθέτες δίνει τόκο πχ Α ποσό. Από τους δανειολήπτες λαμβάνει τόκο Α+1. Η μια μονάδα επιπλέον είναι το τίμημα της επιχειρηματικής δράσης η οποία συνίσταται στην ανάληψη και στη διαχείριση του κινδύνου που ενέχει μία πιστοδότηση.
Με τον τρόπο αυτό τα λιμνάζοντα χρήματα του περισσεύματος των καταθετών διαχέονται σε κλάδους της οικονομίας και γίνονται επενδύσεις. Ο ενδιάμεσος μεταξύ καταθέσεων και επενδύσεων είναι η τράπεζα.
Ας δούμε όμως τι είναι κατάθεση και τι είναι επένδυση. Ένας άνθρωπος πχ βγάζει κάποια χρήματα Α ποσό. Από το ποσό αυτό ξοδεύει ένα ποσό Ψ για τα καθημερινά του έξοδα. Έτσι του μένουν κάποια χρήματα Α-Ψ=Χ. Το ποσό Χ θέλει να το ασφαλίσει κάπου για να έχει για τα γεράματα και ίσως κάποια στιγμή να πάρει ένα σπίτι.
Κάποιος άλλος άνθρωπος θέλει να κάνει μια επένδυση σε κάποιο τομέα της οικονομίας, είτε για ανέγερση ακινήτου όπου θα στεγάσει την επιχείρησή του είτε για κεφάλαιο κινήσεως κλπ. Ο άνθρωπος αυτός λέγεται επενδυτής και προσδοκά κέρδη από την επένδυσή του. Πηγαίνει λοιπόν στην τράπεζα και ζητάει ένα δάνειο. Η τράπεζα αφού αξιολογήσει την ικανότητα αυτού του ανθρώπου να πάρει χρήματα και να μπορέσει κάποτε να τα επιστρέψει αφού κάνει την επένδυσή του παίρνει λεφτά από τον καταθέτη και τα δίνει σε αυτόν.
Ποιος λοιπόν είναι ο καταθέτης και ποιος ο επενδυτής; Ο πρώτος άνθρωπος που καταθέτει τα χρήματά του στην τράπεζα για φύλαξη και κάποια μικρή απόδοση δεν είναι επενδυτής, αλλά είναι καταθέτης. Ο καταθέτης επιζητεί ασφάλεια της κατάθεσής του πρωτίστως και δευτερευόντως μια μικρή απόδοση. Αναλαμβάνει όμως και κάποιον κίνδυνο, τον κίνδυνο της επιλογής της τράπεζας. Δεν γνωρίζει όμως σε ποίο βαθμό είναι εκτεθειμένη η τράπεζα αυτή στην οποία εμπιστεύεται τα χρήματά του.
Και πώς να το γνωρίζει αφού δεν είναι σε θέση να κάνει πιστοληπτικό έλεγχο στην τράπεζα. Ένας τρίτος άνθρωπος έχει κάποια λεφτά και επιθυμεί μια μεγαλύτερη απόδοση από μία κατάθεση και έτσι αγοράζει μετοχές της τράπεζας. Ο άνθρωπος αυτός εν γνώσει του αναλαμβάνει ένα μείζονα κίνδυνο, τον κίνδυνο της επένδυσης των χρημάτων του. Η τράπεζα θέλει να βγάλει όσο το δυνατόν περισσότερα λεφτά για τον μέτοχο και έτσι αναλαμβάνει κινδύνους. Η ανάληψη αυτών των κινδύνων δημιουργεί την λεγόμενη μόχλευση το leverage, γενικά Μόχλευση είναι ο μηχανισμός που οδηγεί στην διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων, δηλαδή πόσες φορές χρησιμοποιούνται τα ίδια κεφάλαια για την παραγωγή κερδών.
Όσο μεγαλύτερη απόδοση έχει η μετοχή της τράπεζας τόσο μεγαλύτερο κίνδυνο έχει αναλάβει και τόσο μεγαλύτερη μόχλευση έχει η μετοχή της. Μόχλευση είναι η σχέση ιδίων κεφαλαίων μιας τράπεζας με το σύνολο του ενεργητικού της. Μας δείχνει πως η τράπεζα χρησιμοποιεί τα περιουσιακά στοιχεία που περιλαμβάνονται στο ενεργητικό της. Όσο περισσότερα ξένα κεφάλαια χρησιμοποιεί η τράπεζα τόσο πιο ελκυστικές γίνονται οι μετοχές της διότι φαίνεται ότι έτσι οι μετοχές αποδίδουν. Δηλαδή αυξάνεται ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων.
Παράδειγμα, όσο περισσότερες καταθέσεις συγκεντρώνει μια τράπεζα, τόσο περισσότερα δάνεια μπορεί να δίνει εισπράττοντας τόκο και αυξάνοντας την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων. Όσο περισσότερα δάνεια δίνει η τράπεζα, τόσο περισσότερο αυξάνει τα κέρδη της, αλλά και το ρίσκο.
Η απληστία λοιπόν, των μετόχων για όσο το δυνατόν περισσότερα κέρδη και η απληστία των golden boys για όσο το δυνατόν μεγαλύτερα μπόνους, οδηγεί στην ανάληψη όλο και μεγαλύτερων κινδύνων. Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων αντικατοπτρίζεται στην χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της τράπεζας η οποία αυξάνει μαζί και με την κεφαλαιοποίηση της τράπεζας.
Όμως θα δούμε ότι υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο εδώ, το στοιχείο της αλαζονείας. Και αυτό, διότι, ήδη τα στελέχη από την υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό τους λόγω υπερκερδών και την ανάληψη υπερβολικού ρίσκου, μη έχοντας προηγούμενο, Θεωρούν ότι είναι πλέον άτρωτοι. Το χρήμα δίνει δύναμη, αλλά κάνει τους ανθρώπους απρόσεκτους. Έτσι δεν λαμβάνουν υπόψη τα πορίσματα του εσωτερικού ελέγχου, ή ακόμη χειρότερα προσαρμόζουν τον εσωτερικό έλεγχο ανάλογα με την δική τους νοοτροπία θέλοντας δήθεν μεγαλύτερη ευελιξία, θέτουν φραγμούς στα όρια του ελέγχου.
Και η ευελιξία μεταφράζεται σε απεμπόληση βασικών ελεγκτικών παραμέτρων στο όνομα του κέρδους. Με λίγα λόγια, υποβαθμίζουν την σημασία του εσωτερικού ελέγχου θεωρώντας αυτόν τροχοπέδη στην ανάπτυξη των εργασιών. Έτσι δίνουν δάνεια συνέχεια χωρίς να εξετάζουν επαρκώς την πιστοληπτική ικανότητα των δανειοληπτών. Αυτό συνέβει στις ΗΠΑ το 2007 όταν σκάσανε τα ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης και άρχισε η οικονομική κρίση. Εφαρμόζουν λοιπόν την πρακτική της τιτλοποίησης (Securization) των ενυποθήκων στεγαστικών δανείων.
Τα δάνεια υψηλού ρίσκου, δηλαδή αυτά τα οποία πιθανολογείτο ότι δεν θα πληρωθούν, διότι είχαν μηνιαία δόση ίση ή και μεγαλύτερη από το οικογενειακό εισόδημα των δανειοληπτών, οδηγούνταν σε τιτλοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι εκδίδονταν ομόλογα, τίτλοι securities για το ισόποσο των δανείων και πουλιόνταν στις εγχώριες και διεθνείς χρηματαγορές. Επενδυτικές τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και επενδυτικοί οίκοι, αγόραζαν τα ομόλογα αυτά για λογαριασμό των πελατών τους.
Ο κίνδυνος μεταβιβάζετο σε αυτούς, όπως και ο κίνδυνος μη αποπληρωμής. Τα εργαλεία αυτά, ήσαν χρηματοοικονομικά εργαλεία τα οποία είχαν σχεδιαστεί από κάποια στελέχη των επενδυτικών οίκων χωρίς να υπάρχει προηγούμενη γνώση και εφαρμογή. Είχαμε λοιπόν τίτλους οι οποίοι αντικρίζονταν με ενυπόθηκα ακίνητα τα οποία ήταν δάνεια μη αποπληρούμενα. Οι τράπεζες πάλι, απέβαλαν από τον ισολογισμό τους προβληματικά στοιχεία ASSETS ON DISTRESS και εμφάνιζαν μετρητά από τιτλοποιήσεις. Έτσι ο ισολογισμός τους εμφανίζονταν ελκυστικότερος, ασφαλέστερος και η τράπεζα μπορούσε να δίνει και άλλα επισφαλή δάνεια εμφανίζοντας υψηλά κέρδη από τόκους και προμήθειες. Οι μέτοχοι είχαν υψηλά μερίσματα και υπεραξίες από τις μετοχές λόγων κερδών και η κεφαλαιοποίηση ανέβαινε, κόσμος αγόραζε μετοχές από το χρηματιστήριο σε υψηλές τιμές οι οποίες και πάλι ανέβαιναν.
Όμως, μια βασική αρχή είχε καταστρατηγηθεί, η σχέση ρίσκου-απόδοσης. Υπήρχε σίγουρη απόδοση χωρίς ρίσκο και μάλιστα μεγάλη της τάξεως περίπου των 10 ποσοστιαίων μονάδων ετησίως.
Η μη ύπαρξη προηγούμενου ιστορικού για το προϊόν αυτό, και η μη ορθή αξιολόγησή του, δημιούργησε λανθασμένες εκτιμήσεις, κυρίως μπερδεύτηκε η ιστορική του μεγάλη απόδοση με την μελλοντική του. Νόμιζαν ότι είχανε βρει την κότα με τα χρυσά αυγά, το αεικίνητο του κέρδους. Οι άνθρωποι που σχεδίασαν το προϊόν αυτό, ήσαν μακριά από τράπεζες και το αποτέλεσμα ήταν ότι και οι τράπεζες το αξιολόγησαν λανθασμένα. Τα ελεγκτικά όργανα μη έχοντα προηγούμενο, δεν μπόρεσαν και αυτοί να αξιολογήσουν τον κίνδυνο.
Γιατί στην ουσία τι ήσαν τα προϊόντα αυτά; Ήσαν ενυπόθηκα δάνεια μη αποπληρωτέα, και τι σημαίνει αυτό; σημαίνει ότι κάποια στιγμή το ακίνητο θα πρέπει να βγεί στο σφυρί για να αποπληρωθεί το δάνειο. Έτσι λοιπόν, όταν άρχισαν να βγαίνουν στο σφυρί μαζικά ακίνητα, φυσικό ήταν οι τιμές να καταρρεύσουν παρόλο που η Κεντρική Τράπεζα Των ΗΠΑ μείωσε δραστικά τα επιτόκια για να καταστεί δυνατή η αποπληρωμή των δανείων αυτών. Έτσι οι τράπεζες υπέστησαν τεράστιες ζημίες και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Τι έπρεπε όμως να κάνουν οι ΗΠΑ, να αφήσουν τις τράπεζες να καταρρεύσουν; Εδώ δημιουργείται ένα ερώτημα ηθικό και ένα ερώτημα πραγματικό επί της ουσίας. Εάν ως ελεύθερη οικονομία καλούσανε τους μετόχους, ομολογιούχους δανειστές, και καταθέτες να βάλουν το χέρι στην τσέπη, τότε θα είχαμε μια επανάληψη του 1929 σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα και το αποτέλεσμα θα ήταν μια οικονομική καταστροφή για το σύνολον της οικονομίας. Ήδη οι καταθέτες απέσυραν τα χρήματά τους από τις τράπεζες που είχαν πρόβλημα αλλά και από άλλες υγιείς.
Θα κατέρρεε το χρηματοπιστωτικό σύστημα και άρρωστες και υγιείς τράπεζες γιατί οι τράπεζες είναι εξηρτημένες μεταξύ τους και η μια λαμβάνει και δίνει από την άλλη, αλληλοδανείζονται. Ο κόσμος θα απέσυρε τις καταθέσεις τους σωρηδόν και το χρηματιστήριο θα κατέρρεε, και η αγορά εργασίας θα κατέρρεε και οι άνθρωποι θα χάνανε τις δουλειές τους. Ο κίνδυνος ήταν πλέον συστεμικός και δεν υπήρχε άλλη λύση από το να στηριχθεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα από τον κρατικό προϋπολογισμό και από τα χρήματα των φορολογουμένων.
Η λύση που προτείνουν οι Γερμανοί, δηλαδή το να αναλάβουν και οι καταθέτες έστω από ένα ποσό και άνω το ρίσκο της χρεοκοπίας εστιάζει στο ηθικό μέρος της υπόθεσης, δηλαδή να αποτρέψουν την κατάσταση που δημιουργήθηκε από το σκάσιμο της φούσκας. Οι μέτοχοι, αλλά και οι καταθέτες, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, και να λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτρέψουν την δημιουργία φούσκας (υπερβολικής μόχλευσης). Αυτό από μια άποψη είναι σωστό, και είναι σωστό ως προς το σκέλος που αφορά τον μέτοχο και τον ομολογιούχο δανειστή διότι αυτοί γνώριζαν τον κίνδυνο της επένδυσής τους.
Όμως ο καταθέτης δεν προσδοκούσε απόδοση του κεφαλαίου του άλλα πρωτίστως ασφάλεια και μια μικρή αποζημίωση για την χρήση του κεφαλαίου του που έκανε η τράπεζα και έβγαζε κέρδη από δάνεια. Επίσης ο μέτοχος συμμετέχει στην διοίκηση της τράπεζας και φέρει και αυτός ευθύνη για τις επιλογές της διοίκησης. Ο καταθέτης είναι πελάτης και δεν συμμετέχει στην διοίκηση της τράπεζας και δεν έχει ευθύνη για τις αποφάσεις που λαμβάνει το ΔΣ.
Επιπλέον είναι τελείως ανήθικο να φορτωθεί ο καταθέτης τις ζημίες της τράπεζας διότι αυτό τινάζει κυριολεκτικά στον αέρα τον θεσμό της αποταμίευσης που είναι η βάση του χρηματοπιστωτικού συστήματος δηλαδή η εμπιστοσύνη που τελικά με αυτή την λύση που προτείνεται χάνεται. Η Πίστη στο τραπεζικό σύστημα χάνεται, και αυτό είναι ανεξαρτήτως ποσού. Δεν είναι σωστό να ξεχωρίσουμε τους καταθέτες σε άνω των 100.000 και κάτω των 100.000. Η κατάθεση ανήκει στον καταθέτη και είναι ιδιοκτησία του και εάν σήμερα είναι επισφαλείς οι καταθέσεις άνω των 100.000, αύριο, μετά βεβαιότητας θα πέσουν και στις κάτω των 100.000. Καμία κατάθεση δεν είναι ασφαλής. Δηλαδή μεταβάλει ουσιαστικά τον καταθέτη σε επενδυτή χωρίς να έχει αναλάβει το ρίσκο της επένδυσης λόγω της προσδοκίας κερδών από αυτή.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυβερνήσεις και τα ελεγκτικά όργανα δεν φέρουν ευθύνη για το σκάσιμο της φούσκας.
Πρέπει λοιπόν η ίδια η δημοκρατία, τα ίδια τα κράτη δια των Κοινοβουλίων τους και δια των Κεντρικών Τραπεζών και δια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να θέσουν αυστηρούς κανόνες δια τον έλεγχο των τραπεζών και να δημιουργήσουν ένα θεσμικό πλαίσιο Νόμων και Κανόνων που να ελέγχουν αποτελεσματικά το σύστημα. Οι καταθέσεις των πολιτών πρέπει να είναι εγγυημένες ανεξαρτήτως ποσού, και αυτό που έγινε στην Κύπρο δηλαδή το κούρεμα, ήταν έγκλημα κατά του Κυπριακού Λαού και κατ’επέκτασιν κατά των Ευρωπαίων πολιτών.
Ας μην επισείουν οι Γερμανοί τον ηθικό κίνδυνο για μια πράξη τόσο ανήθικη όπως είναι η καταλήστευση των καταθέσεων εκείνων που δεν υπήρξαν ούτε άπληστοι, ούτε αλαζόνες με μόνη την αιτία, ας πρόσεχες, ας ήξερες. Δεν είναι δυνατόν οι άπληστοι και οι αλαζόνες Golden Boys και οι μέτοχοι να εξομοιώνονται με τους απλούς καταθέτες.
Ο ESM θα πρέπει να λειτουργήσει και να προστατεύσει τις τράπεζες που έχουν ανάγκη έστω και αν χρειαστεί με τα χρήματα των φορολογουμένων, και αυτό για να αποτραπεί το φαινόμενο της μαζικής απόσυρσης των καταθέσεων από τις τράπεζες και η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.
Οι Αμερικανοί το πήρανε το μάθημα από την κρίση του 1929 που τελικά κατέληξε στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Κωνσταντίνος Γιαβάσογλου 6/12/2013